παντογράφος

παντογράφος
Όργανο κατάλληλο για τη γραφική αναπαραγωγή ενός σχεδίου σε διαστάσεις διαφορετικές από το πρωτότυπο. Η λειτουργία του π. βασίζεται στην ιδιότητα των όμοιων σχημάτων, τα οποία μηχανικά αναπαράγονται από ένα αρθρωτό παραλληλόγραμμο. Ο απλούστερος τύπος π. είναι ένα αρθρωτό παραλληλόγραμμο, που το αποτελούν συνήθως κανόνες από σκληρό ξύλο· δύο από αυτούς, εκείνοι που σχηματίζουν τις αντίθετες πλευρές, είναι βαθμονομημένοι και ενώνονται, με δρομέα, με έναν μικρό χάρακα, βαθμονομημένο επίσης, ο οποίος φέρει τη γραφίδα. Αν κρατήσουμε σταθερή μία από τις κορυφές του παραλληλογράμμου και διατρέξουμε τις γραμμές του πρωτότυπου με τον οδηγό-δείκτη, που βρίσκεται στην αντίθετη κορυφή, θα λάβουμε με αναπαραγωγή το όμοιο σχήμα κατά το λόγο αναπαραγωγής που ορίσαμε. Στη μηχανολογία χρησιμοποιείται ένα όμοιο όργανο (π. μηχανών) για να σχεδιαστούν τομές και να κατασκευαστούν υποδείγματα. Με τον παντογράφο μπορούμε να αναπαράγουμε σχέδια στον επιθυμητό λόγο μεγέθυνσης, αρκεί να μεταβάλλουμε τις διαστάσεις του αρθρωτού παραλληλόγραμμου.
* * *
ο
1. συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αντιγραφή δεδομένου σχεδίου σε διαφορετική κλίμακα από την αρχική ή και η αναπαραγωγή τρισδιάστατων μορφών σε αντιγραφικές εργαλειομηχανές μηχανουργικής κατεργασίας
2. (σιδηροδρ.) αρθρωτή συσκευή ρευματοληψίας που χρησιμοποιείται σε σιδηροδρομικές ή τροχιοδρομικές ηλεκτράμαξες και ηλεκτροκίνητες αυτοκινητάμαξες και που επιτρέπει την κατακόρυφη μετατόπιση τού εφοδιασμένου με ράβδους τριβής τόξου πιέζοντάς το συνεχώς πάνω στον αγωγό επαφής τής εναέριας γραμμής τροφοδοσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pantograph (< παντ[ο]-* + -γράφος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ομοιογράφος — ο (Α ὁμοιογράφος) νεοελλ. όργανο που χρησιμεύει για τη μηχανική αντιγραφή εικόνας ή σχεδίου, αλλ. παντογράφος αρχ. ζωγράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γράφος*. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”